περίστροφος

περίστροφος
-η, -ο / περίστροφος, -ον ΝΑ [περιστρέφω]
περιστροφικός
νεοελλ.
1. περιεστραμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο
μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ τής κάννης και τού συστήματος επίκρουσης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίστροφος
σχοινί συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη συστολή και διαστολή τού θηρευτικού διχτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὑποσφραγῑδος τόπος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίστροφος — turning round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστροφον — περίστροφος turning round masc/fem acc sg περίστροφος turning round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστρόφοις — περίστροφος turning round masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστροφοι — περίστροφος turning round masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • υποσφραγίς — ῑδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «περίστροφος ὁ τῆς ὑποσφραγῑδος τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σφραγίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”